- κομπιναδόρικος
- -η, -οπου ανήκει ή αναφέρεται στην κομπίνα ή τον κομπιναδόρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομπιναδόρικος — η, ο [κομπιναδόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κομπίνα ή στον κομπιναδόρο … Dictionary of Greek